- ψωραλέα
- ψωραλέοςitchyneut nom/voc/acc plψωραλέᾱ , ψωραλέοςitchyfem nom/voc/acc dualψωραλέᾱ , ψωραλέοςitchyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψωραλέα — (psoralea). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της τάξης των χεδροπών. Περιλαμβάνει γύρω στα 120 είδη των εύκρατων και τροπικών περιοχών του βορείου κυρίως ημισφαιρίου. Πρόκειται για πόες, θάμνους ή φρύγανα… … Dictionary of Greek
ψωραλέας — ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem acc pl ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωραλέος — α, ο / ψωραλέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.) νεοελλ. 1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα αρχ. (για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με… … Dictionary of Greek
ψωραλέος — α, ο 1. αυτός που πάσχει από ψώρα, ο ψωριάρης. 2. δυστυχής, πολύ φτωχός, αξιολύπητος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψωραλέα είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)